Η δυνατότητα των υπολογιστών να λειτουργήσουν ως κεντρικές μονάδες λήψης και επεξεργασίας σημάτων και αποστολής τους σε άλλες συσκευές, καθώς και η δυνατότητα προγραμματισμού τους για να εκτελούν μια εργασία σε μελλοντικό χρονικό διάστημα(ή σε τακτά χρονικά διαστήματα), έφεραν τον αυτοματισμό ένα βήμα πιο κοντά.
Εάν το καλοσκεφτεί κανείς, το ν’ αφήσει τον υπολογιστή του στο γραφείο να στέλνει δεκάδες φαξ μετά τις ώρες γραφείου, είναι μια τέτοια διαδικασία, όσο κι αν δεν τη σκεφτόμαστε έτσι. Από πολύ νωρίς οι υπολογιστικές μηχανές χρησιμοποιήθηκαν για τον έλεγχο τρίτων συσκευών, καταρχάς στα βιομηχανικά περιβάλλοντα και στη συνέχεια στους χώρους γραφείου, οι οποίες μετά τον πόλεμο έγιναν το πιο σύνηθες εργασιακό περιβάλλον, ειδικά στο δυτικό κόσμο. Η εξάπλωση των υπολογιστών στα σπίτια μετέφερε τον ίδιο προβληματισμό και τις ανάγκες (πραγματικές και κατασκευασμένες) εκεί: αν μια βαρετή, επαναλαμβανόμενη εργασία μπορεί να γίνει από τον υπολογιστή, γιατί να την κάνει ο άνθρωπος;
Ακόμη πιο πέρα προχώρησε το πράγμα στα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν οι υπολογιστές επεκτάθηκαν μέσω της δικτύωσης. Ο υπολογιστής του σπιτιού μπορούσε μέσω τηλεφώνου να συνδεθεί με τον υπολογιστή του γραφείου και εύλογα προέκυψε ότι, αν κάποιες συσκευές μπορούν να ελεγχθούν από τον υπολογιστή του σπιτιού, μπορούμε να τις τηλε-ελέγξουμε και από το γραφείο(και αντίστροφα). Βεβαίως, εδώ τίθεται ένα θέμα, καθώς ακόμη και σήμερα η πλειονότητα των οικοδομών ανά την υφήλιο δε διαθέτουν καλωδίωση που να επιτρέπει τη μεταφορά δεδομένων σε μεγάλες ταχύτητες- και αυτό είναι ένα πρόβλημα που θα πρέπει να λυθεί από το σχεδιασμό ενός κτιρίου. Η ουσία όμως παραμένει ότι μετά τον ηλεκτρισμό (για την ακρίβεια, με δεδομένο τον ηλεκτρισμό), τα ψηφιακά δεδομένα έγιναν το άλλο κοινό στοιχείο μεταξύ των συσκευών και έδωσαν μια νέα ώθηση στην ιδέα του «οικιακού αυτοματισμού» - ακόμη περισσότερο από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν η έλευση του Ίντερνετ έδειξε ότι η επικοινωνία μεταξύ υπολογιστών και κάθε συσκευής που τους περιείχε) θα έκανε πραγματικότητα πολλά από τα οράματα των συγγραφέων επιστημονικής φαντασίας.
Για το χώρο των οικιακών αυτοματισμών, καθοριστική χρονιά θα πρέπει να θεωρηθεί το 1975. Προφανώς, ως συνέπεια της αυξανόμενης τάσης για δικτύωση, η σκοτσέζικη εταιρία Pico Electronics σχεδίασε το πρωτόκολλο επικοινωνίας Χ10, το πρώτο μοντέλο επικοινωνίας μεταξύ ηλεκτρικών οικιακών συσκευών. Παρά τα αρκετά προβλήματά του, το Χ10 εξακολουθεί να χρησιμοποιείται , καθώς «πατάει» πάνω στη βασική ηλεκτρική δικτύωση ενός σπιτιού και αποτέλεσε τη βάση για πιο σύγχρονα πρωτόκολλα επικοινωνίας. Αυτό φυσικά ήταν απλώς η αρχή, καθώς οι τελευταίες δεκαετίες έχουν δει αλματώδεις εξελίξεις στα πρωτόκολλα επικοινωνίας δεδομένων, εξάπλωση των τηλεπικοινωνιακών δικτύων, πτώση του κόστους για τον καταναλωτή και νέα «ήθη» (όπως για παράδειγμα, η σχεδόν καθολική επικράτηση του πρωτοκόλλου TCP/IP του Ίντερνετ σε ό,τι αφορά την επικοινωνία μεταξύ υπολογιστών ή η χρήση ασύρματων πρωτοκόλλων τύπου Wi-Fi τα οποία δίνουν εντελώς διαφορετικές δυνατότητες στα συστήματα ελέγχου).
Ένας βασικός λόγος που τα “έξυπνα σπίτια” δεν έχουν γίνει ακόμη καθημερινότητα είναι η συνεχής εξέλιξη και η παρουσίαση νέων προϊόντων – η θεωρία αναγκάζεται ν’ ακολουθήσει μια ταχύτατη πράξη και μια βιομηχανία η οποία απαιτεί άμεση κατανάλωση.
Πολλές είναι οι εταιρίες που εμφανίζουν διαρκώς λύσεις «οικιακού αυτοματισμού», είτε ενσωματωμένες στα προϊόντα τους είτε σε συνδυασμό με αυτά, και ο καταναλωτής πρέπει στην ουσία να επιλέξει στρατόπεδο.
Το εάν η λύση θα προκύψει από ένα δημόσιο, ανοικτό πρότυπο (όπως έγινε με τη δικτύωση υπολογιστών και το Ίντερνετ) μένει να φανεί- το σίγουρο είναι ότι ο συγκεκριμένος χώρος θ’ αποτελεί αντικείμενο ενδιαφέροντος για τα χρόνια που θα έρθουν και κάθε νέα τεχνολογία θα θέλει να σχετιστεί κάπως με αυτόν. Και γιατί όχι; Οι περισσότεροι θέλουν να ζήσουν στο διαστημικό σπίτι που υποσχέθηκε η δεκαετία του 1960….